Ἀποτελοῦν ἀκόμα καὶ σήμερα ἀντικείμενο θαυμασμοῦ, γιὰ τοὺς ρομαντικοὺς μελετητὲς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς στρατιωτικοὺς ἀναλυτές, οἱ «θρυλικοί» Σπαρτιάτες ὁπλίτες. Ἕνας στρατός, ποὺ στὴν περίοδο τῆς ἀκμῆς τοῦ ἦταν ἀήττητος ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἀντίπαλο σὲ δύση καὶ ἀνατολή.
Ἀπαρχὲς – Ὀργάνωση – Σύνθεση. Τὸ σπαρτιατικὸ κράτος δημιουργήθηκε στὴν κοιλάδα τοῦ Εὐρώτα, τοὺς «σκοτεινοὺς αἰῶνες» 11ος – 9ος αἰώνας π.Χ. Οἱ 2.000 Δωριεῖς - Ἡρακλεῖδες πολεμιστὲς ποὺ ἔφθασαν ἀπὸ τὸν βορρᾶ (ἡ περίφημη «κάθοδος») ἀγωνίστηκαν σκληρὰ γιὰ νὰ ἐπικρατήσουν. Εἶχαν ὡς ἀντιπάλους μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀξιόλογους πολεμιστὲς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Τοὺς Ἀχαιοὺς γηγενεῖς κατοίκους τῆς Λακωνικῆς, τοὺς Μεσσήνιους «ἄσπονδους» γείτονες καὶ ὁμόφυλούς τους, τοὺς Ἀργείους ἐπίσης ἰδίας καταγωγῆς. Ὁ ἀγώνας τοὺς ἦταν δύσκολος. Οἱ ἡττημένοι ἀντίπαλοί τους εἴτε ὑποδουλώθηκαν, δηλαδὴ ἔγιναν εἵλωτες – ἰδιοκτησία τοῦ κράτους, εἴτε κατὰ τοὺς πρώτους αὐτοὺς αἰῶνες ἐνσωματώθηκαν στὴν σπαρτιατικὴ πολιτεία. Ὁ Ἀριστοτέλης μας πληροφορεῖ ὅτι τὴν πρώιμη αὐτὴ περίοδο, ὅπου σημειωτέον οἱ ἱστορικὲς γνώσεις μας δὲν εἶναι ἐπαρκεῖς, πράγμα συχνὸ γιὰ τὴν μυστικοπαθῆ Λακεδαιμονίων Πολιτεία, ὑπῆρχαν στὴν Λακεδαίμονα 10.000 πολίτες. Ἀργότερα, κατὰ τὸν 8ο π.Χ. αἰώνα, ὅπου φέρεται νὰ ἔζησε ὁ «θρυλικός» νομοθέτης τοὺς ὁ Λυκοῦργος, οἱ πολίτες τῆς ἦταν 9.000, ὅσοι καὶ οἱ κλῆροι στοὺς ὁποίους χωρίστηκε ἡ γῆ τοὺς (Πλούταρχος). Αὐτοὶ οἱ πολίτες ἦταν οἱ Ὅμοιοι. Ἡ σκληρὴ καὶ ἀπαράμιλλη ἐκπαίδευσή τους, τοὺς ἔκανε ἀήττητους στὸ πεδίο τῆς μάχης γιὰ περίπου 4 αἰῶνες. Ἐκείνη τὴν πρώιμη ἀρχαϊκὴ περίοδο, ἀναπτύχθηκε στὶς ἀνεξάρτητες πόλεις – κράτη ἕνα νέο εἶδος πολέμου, ὁ ὀπλιτικὸς πόλεμος. Βασιζόμενες στὴν πυκνὴ διάταξη, ποὺ ἦταν γνωστὴ ἀκόμη καὶ στὰ ἔπη τοῦ Ὁμήρου, τὴν χρήση τῆς μεγάλης «ἀργολικῆς» ἀσπίδας γνωστότερης ὡς «ὅπλον», καθὼς καὶ τὴν ἐξαιρετικὴ ἐκπαίδευση καὶ φυσικὴ κατάσταση τῶν πολιτῶν, οἱ πόλεις-κράτη ὑπεράσπιζαν τὴν ἀνεξαρτησία τους, μέσω τῆς ὀπλιτικῆς φάλαγγος. Ἡ φάλαγξ, πυκνὸς σχηματισμὸς πεζῶν, δρώντας σὰν ἕνα σῶμα, ἐπέτρεπε σὲ μικρότερους ἀριθμητικὰ στρατοὺς νὰ ἀντιμετωπίζουν ἐπιτυχῶς τὶς μάχες. Ἡ φάλαγξ, ἔσωσε τὸν ἑλληνικὸ κόσμο κατὰ τὴν βάρβαρη περσικὴ εἰσβολὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. Στὴν Σπάρτη, ἡ φάλαγξ ἔφτασε στὸ ἀπόγειό της. Ἦταν ἡ φάλαγξ τῶν Ὁμοίων. Οἱ πληροφορίες γιὰ τῶν ἀριθμὸ τῶν Ὁμοίων ποὺ παρατάσσονταν στὴν μάχη εἶναι συνήθως συγκεχυμένος. Ὁ μεγαλύτερος ἀριθμὸς ποὺ ἔχει καταγραφεῖ εἶναι οἱ 5.000 στὴν μάχη τῶν Πλαταιῶν (479 π.Χ.). Δεδομένων τῶν ἀπωλειῶν ποὺ ὑπῆρξαν στὶς Θερμοπύλες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν Σπάρτη ἔμεναν πάντα ἱκανὲς ἐφεδρεῖες γιὰ τὴν ἀποτροπὴ εἰλωτικὴς ἐξέγερσης, φαίνεται ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν Ὁμοίων στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. δὲν εἶχε ἐλαττωθεῖ. Φαντάζει ἀρκετὰ πιθανὸ νὰ ὑπῆρχαν στὴν πόλη – στρατόπεδο, περισσότεροι ἀπὸ 8.000 ἑτοιμοπόλεμοι ὑπερασπιστές της.
Ἀλλὰ ὁ σπαρτιατικὸς στρατὸς δὲν ἀποτελεῖτο μόνο ἀπὸ τοὺς Ὁμοίους. Στὸ σπαρτιατικὸ κράτος ὑπῆρχαν καὶ οἱ Περίοικοι, ἐλεύθεροι κάτοικοι τῆς ὀρεινῆς καὶ παράλιας Λακωνίας, μὲ περιορισμένα δικαιώματα, αὐτοδιοικούμενοι ἀλλὰ πάντοτε κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ὁμοίων, ἀσχολούμενοι κυρίως μὲ τὴν γεωργία, τὴν κτηνοτροφία, τὴν ἁλιεία, τὴν βιοτεχνία καὶ τὸ ἐμπόριο, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τοὺς Ὁμοίους στὶς ἐκστρατεῖες. Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἄρρενων Περιοίκων, τὴν ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς τῆς Σπάρτης, ὑπολογίζεται σὲ 30.000 (σύμφωνα πάντα μὲ τὶς πηγές). Βεβαίως στὶς ἐκστρατεῖες συμμετεῖχε μόνον ἕνα μέρος αὐτῶν.
Ρόλο στὸν στρατὸ τῶν Λακεδαιμονίων εἶχαν καὶ οἱ Εἵλωτες, ὡς βοηθητικοὶ ὅμως. Ἀργότερα, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ Σπάρτη παρακμάζει πληθυσμιακὰ καὶ ὁ στρατὸς τῶν Ὁμοίων γνωρίζει δραματικὴ μείωση, Εἵλωτες προερχόμενοι ἀπὸ τὴν Λακωνία, μὲ αὐστηρὰ προφανῶς κριτήρια, ἐπιλέγονται ὡς ὁπλίτες (Βρασίδειοι καὶ Νεοδαμώδεις). Ὁ ἀριθμὸς τοὺς ὑπολογίζεται ἀπὸ 40 ἕως 50 χιλιάδες τὴν ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς τῆς Σπάρτης (ἐννοοῦνται οἱ ἄρρενες).
Ἡ ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς. Τὸ κράτος τῶν Λακεδαιμονίων ἔφθασε στὴν μεγαλύτερη ἔκτασή του ἀπὸ τὸ 547 π.Χ. μέχρι τὸ 370 π.Χ. Περίπου 8.400 τ.χιλ, δηλαδὴ τὰ 2/5 τῆς Πελοποννήσου, ἀποτελοῦσαν τὴν ἐπικράτειά τους. Βέβαια, μέσω τῆς Πελοποννησιακῆς Συμμαχίας, ἤλεγχαν μία ἔκταση 20.000 τ.χιλ καὶ περίπου 800.000 – 900.000 κατοίκους. Πόσος ἦταν τελικὰ ὁ πληθυσμὸς τῆς σπαρτιατικῆς πολιτείας; Μὲ βάση τὰ στοιχεῖα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, ἀλλὰ καὶ τὴν πληθυσμιακὴ κατανομὴ τῆς νοτίου Ἑλλάδος (40 κάτοικοι ἀνὰ τ.χίλ, ἐνῶ στὶς περιοχὲς τοῦ βορείου ἑλληνισμοῦ, δηλαδὴ τὴν Ἤπειρο, τὴν Θεσσαλία, τὴν Μακεδονία καὶ τὴν Θράκη, ἡ πληθυσμιακὴ πυκνότητα ἦταν σαφῶς μικρότερη), ὁ πληθυσμὸς τοὺς πρέπει νὰ ἦταν 320.000 ἕως 340.000. Πάντα μιλᾶμε γιὰ τὴν περίοδο πληθυσμιακῆς ἀκμῆς (547 – 464). Διότι τὸ 464 π.Χ. συνέβη ὁ καταστροφικὸς σεισμός, ποὺ σύμφωνα μὲ τὶς πηγὲς προκάλεσε τὸν θάνατο περισσοτέρων ἀπὸ 20.000 ἀτόμων. Ἀμέσως ξέσπασε εἰλωτικὴ ἐπανάσταση, γνωστὸς καὶ ὡς γ΄μεσσηνιακὸς πόλεμος, ὁ ὁποῖος αὔξησε καὶ ἄλλο τὰ θύματα. Ὁ πληθυσμὸς τῆς Λακωνικῆς, σίγουρα ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὶς 300.000, ἴσως ἔφτασε καὶ τὶς 250.000 ἂν συνυπολογίσουμε τοὺς Μεσσήνιους ποὺ ἀποχώρησαν μὲ τὶς οἰκογένειές τους γιὰ τὴν Ναύπακτο, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀνακάμψει. Οἱ ἐπακόλουθες συγκρούσεις καὶ οἱ ἀνταγωνισμοὶ μὲ τὴν Ἀθήνα, καθὼς καὶ ὁ καταστροφικὸς γιὰ τὸν ἑλληνισμὸ Πελοποννησιακὸς Πόλεμος, προκάλεσε περαιτέρω δημογραφικὴ συρρίκνωση.
Ἡ παρακμὴ καὶ τὰ αἴτιά της. Ὁ ἀριθμὸς τῶν Ὁμοίων μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἐλαττωνόταν. Ἀπὸ τὸ 464 π.Χ. καὶ μετά, ἡ Σπάρτη δὲν εἶχε πλέον 8 μὲ 9 χιλιάδες ἄριστους πολεμιστές, ἀλλὰ τοὺς μισοὺς ἢ καὶ λιγότερους. Ὁ Πελοποννησιακὸς Πόλεμος μεγάλωσε τὶς ἀπώλειες. Ἡ στρατηγικὴ ἰδιοφυία τοῦ Βρασίδα, τοῦ Λυσάνδρου ἢ τοῦ Ἀγησιλάου δὲν ἀπέτρεψε τελικὰ τὸ μοιραῖο, ποὺ ἦρθε λίγες δεκαετίες ἀργότερα, τὸ 371 π.Χ. στὰ Λεύκτρα.
Ἕνα θέμα πρὸς συζήτηση εἶναι τί γινόταν μὲ τοὺς δευτερότοκους ἢ τριτότοκους γιοὺς τῶν Ὁμοίων. Ὁ κλῆρος πέρναγε στὸν πρωτότοκο, ὁπότε λογικὰ αὐτοὶ πέρναγαν στὴν κατηγορία τῶν Ὑπομειόνων, δηλαδὴ πολιτῶν 2ης κατηγορίας. Σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία ὑπάγονταν καὶ ὅσοι Ὅμοιοι ἀδυνατοῦσαν νὰ συμμετάσχουν στὰ φιδίτια (τὰ κοινὰ συσσίτια), ἕνας ἀριθμὸς ποὺ αὐξανόταν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου. Στὸν πόλεμο, οἱ Ὑπομείονες μᾶλλον τάσσονταν στὴν φάλαγγα τῶν Περιοίκων, ὅταν συμμετεῖχαν στὴν μάχη, αὐξάνοντας ἔτσι τὴν μαχητική της ἀξία. Πόσοι ἦταν ὅμως; Τὸ σύνολο τῶν Ὁμοίων καὶ Ὑπομειόνων, δηλαδὴ τῶν ἀπογόνων τῶν πρώτων Δωριέων ποὺ κατέφτασαν στὴν κοιλάδα τοῦ Εὐρώτα σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, πρέπει νὰ ἄγγιζε τὶς 40.000 μαζὶ μὲ τὶς οἰκογένειές τους. Ὅσο λοιπὸν ἐλαττωνόταν ὁ ἀριθμὸς τῶν Ὁμοίων τόσο αὐξανόταν ὁ ἀριθμὸς τῶν Ὑπομειόνων, πάντα μέσα στὰ πλαίσια τὴν δημογραφικῆς συρρίκνωσης τῆς Σπάρτης.
Τί γινόταν μὲ τοὺς κλήρους τῶν Ὁμοίων ποῦ ἔχαναν τὰ πολιτικὰ τοὺς δικαιώματα; Ἀπὸ τὶς πηγὲς προκύπτει ὅτι οἱ κλῆροι αὐτοὶ πέρναγαν στὰ χέρια πλουσιότερων Ὁμοίων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν 3ο αἰώνα π.Χ., λίγες δεκάδες Ὁμοίων νὰ ἐλέγχουν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς γῆς.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ποὺ ὁδήγησε στὴν πτώση ἦταν ἕνας νόμος ποὺ χρεώνεται στὸ ἔφορο Ἐπιταδέα, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ κλῆρος ἀπὸ τὸν Ὅμοιο πατέρα μπορεῖ νὰ περάσει στὴν κόρη καὶ ὄχι ἀπαραίτητα στὸν γιό, ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπῆρχε γιός. Αὐτὸ ὑπολογίζεται ὅτι ἔγινε πρὸς τὸ τέλος τοῦ 5ου ἣ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα. Ἔτσι τελικὰ ἡ Σπάρτη ἔγινε μία πολιτεία μὲ πλούσιες νύφες, ἀλλὰ χωρὶς ὑπερασπιστές.
Τὸ τέλος. Μετὰ τὶς ἧττες τοῦ 371 καὶ τοῦ 362 π.Χ. ἀπὸ τοὺς Θηβαίους τῶν Ἐπαμεινώνδα καὶ Πελοπίδα, ἡ Σπάρτη περνάει στὸ παρασκήνιο. Τελευταία ἀναλαμπή, τὸ δεύτερο μισό του 3ου αἰώνα (250-220 π.Χ.), ὅπου οἱ μεταρρυθμιστὲς βασιλεῖς Ἅγις καὶ Κλεομένης, προσπάθησαν νὰ ἀνασυστήσουν τὸν ἀνίκητο στρατὸ τῶν Ὁμοίων καὶ νὰ ἀναστήσουν τὸ κλέος τῆς Σπάρτης. Παρὰ τὶς ἀρχικὲς ἐπιτυχίες, τοῦ Κλεομένους, οἱ ἱστορικὲς συγκυρίες δὲν τὸν βοήθησαν. Δημιούργησε ξανὰ μιὰ συμπαγῆ φάλαγγα, ἀποτελούμενη πλέον ἀπὸ σαρισσοφόρους, ἀπελευθέρωσε Εἵλωτες, ἔδωσε ξανὰ ἱκανὸ μέγεθος στὸν ξεψυχισμένο στρατὸ τῆς πάλαι ποτὲ ἡγεμόνιδος πολιτείας, ἀλλὰ οἱ μεγάλες δυνάμεις τῆς ἐποχῆς ἐμπόδισαν τὴν περαιτέρω ἐνδυνάμωση. Στὴν Σελλασία τὸ 222 π.Χ, ὁ ἑνωμένος στρατὸς Μακεδόνων καὶ Ἀχαϊκῆς Συμπολιτείας, ἔσβησε τὸ ὄνειρο τῆς ἀνάκαμψης. Ἦταν τὸ κύκνειο ἄσμα τοῦ θρυλικοῦ στρατοῦ τῶν Λακεδαιμονίων, παρὰ τὶς νέες προσπάθειες νὰ ἀνασυγκροτηθεῖ στὶς δεκαετίες ποὺ ἀκολούθησαν. Ἦταν ἀργὰ γιὰ μεταρρυθμίσεις. Αὐτὲς ἔπρεπε νὰ γίνουν 150 χρόνια νωρίτερα.
Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, ἡ χώρα τῶν Λακεδαιμονίων ἦταν ἱκανὴ νὰ δώσει 30.000 πεζοὺς καὶ 1.500 ἱππεῖς. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἱππικό, αὐτὸ ποτὲ δὲν ἀναπτύχθηκε σὲ μία χώρα ποὺ προτιμοῦσαν τὸν «ἠρωϊκό», πεζὸ τρόπο μάχης. Ἄλλωστε στὴν νότιο Ἑλλάδα, μὲ ἐξαίρεση τὴν πεδινὴ Βοιωτία, δὲν ἀναπτύχθηκε ἰδιαίτερα τὸ ἱππικό. Περίφημο ἱππικὸ εἶχαν μόνο ἡ Θήβα, ἡ Θεσσαλία καὶ βεβαίως ἡ Μακεδονία. Γιὰ τοὺς πεζοὺς ἀναφερθήκαμε προηγουμένως. Σὲ περίοδο ἀκμῆς ἦταν σίγουρο ὅτι ἡ Σπάρτη μποροῦσε νὰ ἀναπτύξει δυὸ φάλαγγες. Ἡ μία τῶν Ὁμοίων καὶ ἡ ἄλλη τῶν Περιοίκων, ὅπως ἔγινε στὶς Πλαταιὲς τὸ 479 π.Χ. Ποτέ, βέβαια, ὁ ἀριθμὸς τῶν ὁπλιτῶν δὲν ἔφθασε στὸ σύνολό τους τὶς 30.000. Στὶς Πλαταιές, οἱ Περίοικοι παρέταξαν 5.000 ὁπλίτες, ἐνῶ αὐτοὶ συνοδεύονταν ἀπὸ ἴσο ἀριθμὸ βοηθητικῶν, ὅπως γινόταν σὲ κάθε παράταξη ὁπλιτῶν, πλὴν τῶν Ὁμοίων ποὺ συνοδεύονταν ἀπὸ ἑπτὰ Εἵλωτες ὁ καθένας. Οἱ βοηθητικοὶ τῶν Περιοίκων ὁπλιτῶν ἦταν πιθανότατα καὶ αὐτοὶ Περίοικοι, διότι οἱ Εἵλωτες συνόδευαν μόνο τοὺς Ὁμοίους. Ἄρα στὶς Πλαταιὲς βρίσκονταν 5.000 Ὅμοιοι, 10.000 Περίοικοι καὶ 35.000 Εἵλωτες, σύνολο δηλαδὴ 50.000 (10.000 ὁπλίτες καὶ 40.000 βοηθητικοί), ὁ μεγαλύτερος στρατὸς Λακεδαιμονίων ποὺ ἔχει ἀναφερθεῖ! Ποτὲ ξανὰ ἡ Σπάρτη δὲν παρέταξε τόσους μαχητές, ὄχι μόνο ἀριθμητικὰ ἀλλὰ καὶ σὲ ἀξία, ποὺ μὲ τὸ χρόνο ἔφθινε δραματικά. Προφανῶς ἐκείνη τὴν περίοδο ἡ Σπάρτη ἦταν σὲ θέση νὰ παρατάξει περισσότερους ἀπὸ 15.000 ὁπλίτες (Ὅμοιους καὶ Περίοικους), σὲ περίπτωση ἐσχάτου κινδύνου, ἕνας ἀριθμὸς ποὺ τὴν καθιστοῦσε πρακτικὰ ἄτρωτη. Αὐτὸ ἄλλαξε δραματικὰ μετὰ τὸ 464 π.Χ.
Σύγκριση μὲ ἄλλους στρατούς. Πολλοὶ μελετητὲς ἀναρωτιοῦνται ποιὰ στρατιωτικὴ δύναμη ἦταν ἀνώτερη στὸ πεδίο τῆς μάχης, ἡ σπαρτιατικὴ φάλαγξ, ἡ μακεδονικὴ φάλαγξ ἢ ἡ ρωμαϊκὴ λεγεώνα. Οἱ δυὸ τελευταῖες ἀναμετρήθηκαν, σὲ μιὰ ἐποχὴ βεβαίως ποὺ ἡ λεγεώνα ἦταν ἀνερχόμενη ἐνῶ ἡ φάλαγξ παρηκμασμένη. Δὲν ἀντιμετώπισαν οἱ Ρωμαῖοι τὸν Φίλιππο ἢ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, ἀλλὰ τοὺς διαδόχους τους καὶ μάλιστα ὄχι τοὺς καλύτερους δυνατούς. Ἀλλὰ καὶ οἱ Μακεδόνες ὅταν ἐπικράτησαν τῶν Νοτῖων Ἑλλήνων, δὲν ἀντιμετώπισαν τοὺς ἀκμάζοντες Λακεδαιμόνιους ἢ ἔστω τοὺς Ἀθηναίους του 5ου αἰώνα ἢ τοὺς Θηβαίους του Ἐπαμεινώνδα καὶ τοῦ Πελοπίδα, ἀλλὰ τὶς παρηκμασμένες πόλεις-κράτη τοῦ 2ου μισοῦ του 4ου π.Χ. αἰώνα. Ἀνάμεσά τους δὲν βρισκόταν ἡ Σπάρτη, ποὺ ἦταν βουτηγμένη στὴν παρακμή της. Γνωστὸ ἄλλωστε ἱστορικὰ τὸ «πλὴν Λακεδαιμονίων».
Μποροῦμε, τελικά, νὰ δώσουμε ἀπάντηση γιὰ τὸ ποιὸς θὰ ὑπερίσχυε στὸ πεδίο τῆς μάχης, ἂν κάνουμε αὐτὲς τὶς συγκρίσεις; Ἡ λεγεώνα τοῦ 2ου αἰώνα π.Χ., πιὸ εὐκίνητη ἀπὸ τὴν βαριὰ μακεδονικὴ φάλαγγα, ἡ ὁποία τὴν ἐποχὴ τῆς σύγκρουσης δὲν εἶχε τὴν καθοριστικὴ ὑποστήριξη τοῦ ἱππικοῦ τῶν Ἑταίρων, τελικῶς ὑπερίσχυσε. Ἂν ὅμως τοῦ μακεδονικοῦ στρατοῦ ἠγεῖτο ἕνας Φίλιππος ἢ ἕνας Μέγας Ἀλέξανδρος τὸ ἀποτέλεσμα μᾶλλον θὰ ἦταν διαφορετικό. Ὅσο γιὰ τὴν σπαρτιατικὴ φάλαγγα τῆς περιόδου τῆς ἀκμῆς της, δὲν νομίζουμε ὅτι θὰ ὑπῆρχε ἀντίπαλος νὰ τὴν νικήσει, οὔτε κὰν ἡ μακεδονικὴ φάλαγξ, ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ τὸ συμπέρασμα μοιάζει παρακινδυνευμένο. Φυσικά, καθοριστικὸ ρόλο θὰ ἔπαιζαν τὸ πεδίο τῆς μάχης, οἱ ἀριθμητικοὶ συσχετισμοὶ καὶ ἡ στρατιωτικὴ ἰδιοφυΐα τῶν ἀντιπάλων ἡγετῶν. Ἴσως καὶ ἡ τύχη, ἀστάθμητος παράγων στὴν Ἱστορία. Τὸ μόνο βέβαιον εἶναι ὅτι τὸ φρόνημα τοῦ στρατοῦ τῶν Λακεδαιμονίων, στὴν ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς τοὺς ἦταν ἁπλὰ ἀκαταμάχητο.
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους ποὺ ἀναλύσαμε, ἔμεινε θρυλικὸς στὴν ἱστορία ὁ Σπαρτιάτης ὁπλίτης.
Πηγὲς
Ἡρόδοτος
Πλούταρχος
Ἐκδόσεις Περισκόπιο, Στρατιωτικὴ Ἱστορία